- κασόνι
- 1) caisse2) caisson
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κασόνι — το (λ. ιταλ.), κάσα, κιβώτιο: Ανοίξτε αυτό το κασόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασόνι — το 1. κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πραγμάτων ή μεταφορά εμπορευμάτων, κάσα 2. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassone (μεγεθ. τού cassa)] … Dictionary of Greek
κασονιάζω — [κασόνι] 1. τοποθετώ πράγματα μέσα σε κασόνια, αποθηκεύω 2. (για κτίσμα) κατασκευάζω ξύλινο περίβλημα, καλούπι, μέσα στο οποίο θα χυθεί κατόπιν το οικοδομικό μίγμα, καλουπώνω («κασονιάσαμε τη γέφυρα και αύριο θα ρίξουμε το μπετόν») … Dictionary of Greek
κασόνα — η μεγάλο κασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασόνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλάθ α, κολοκύθ α)] … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
κασονάκι — το υποκορ. τού κασόνι … Dictionary of Greek
κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… … Dictionary of Greek
θουνβεργία — (thunbergia). Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων ακανθιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι θ. η πτερωτή. Έχει τετραγωνικό βλαστό, ύψους έως 1,50 μ., και φύλλα αντίθετα, ωοειδή, τριγωνικά, χνουδωτά, με πτερυγιοφόρους μίσχους.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
φέρετρο — το το κιβώτιο με το οποίο μεταφέρεται ο νεκρός για ενταφιασμό, το νεκροκρέβατο, η κάσα, το κασόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)